παντόποδα

παντόποδα
Ονομάζονται και πυκνογονίδες. Τάξη θαλάσσιων αρθροπόδων, που μοιάζουν μάλλον με αράχνες. Το σώμα τους, που έχει μήκος μερικών εκατοστών, αποτελείται από ένα κεφάλι-θώρακα και βραχεία κοιλιά σε σχήμα φυματίου· τα 4 ζεύγη των θωρακικών άκρων είναι πολύ ανεπτυγμένα, έτσι που σε μερικά είδη το μήκος τους είναι 4 μέχρι 7 φορές μεγαλύτερο απ’ το συνολικό μήκος του σώματος. Το κεφάλι φέρει δύο ζεύγη απλά μάτια, που λείπουν όμως σε μερικά αβυσσικά είδη, δεν έχει κεραίες και είναι γενικά εφοδιασμένο με μυζητική προβοσκίδα και 3 ζεύγη αποφύσεων: δύο απ’ αυτές, που λέγονται χηληκεραίες, είναι γαμψές και χρησιμεύουν για την άμυνα και την επίθεση· οι άλλες δυο αποφύσεις, που λέγονται προσακτρίδες, μαζί με τις χηληκεραίες χρησιμεύουν για να συλλαμβάνουν τη λεία. Πίσω από τις προσαρκτρίδες τα αρσενικά έχουν άλλες δυο αποφύσεις, που λέγονται ωοφόρες, και χρησιμεύουν να διατηρούν τα αβγά γονιμοποιημένα μέχρι το άνοιγμά τους. Τα π. δεν έχουν αναπνευστικό σύστημα, γι’ αυτό η οξυγόνωση του αίματος γίνεται μέσω των περιβλημάτων. Εκτός από τις προσακτρίδες, οι αισθητήριες λειτουργίες γίνονται και από λεπτές τρίχες ή από άλλα στοιχεία της επιδερμίδας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, τα ζώα αυτά είναι διαφανή και άχρωμα, μερικά όμως παρουσιάζουν ζωηρό χρωματισμό, συντονισμένο με το γύρω περιβάλλον. Τα π., των οποίων είναι γνωστά περίπου 400 είδη, κατανέμονται σε τέσσερις τάξεις· ζουν σε διάφορα βάθη, ανάλογα με το είδος, μετακινούμενα βραδύτατα στον βυθό για την αναζήτηση της τροφής, που αποτελείται κυρίως από κοιλεντερωτά, σφουγγάρια και βρυόζωα. Παντόποδα ή πυκνογονίδες. Τα αρθρόποδα αυτά ζουν μόνο στη θάλασσα. 1) νύμφων ο ερυθρόχρους (nymphon rubrum)· 2) πυκνογόνο το παράκτιο (pycnogonum littorale)· 3) προνύμφη νύμφωνα του στραίμειου (nytnphon stromi).
* * *
τα
ζωολ. τάξη αραχνόμορφων αρθροπόδων που ζουν σε όλα τα βάθη τών θαλασσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pantopoda < παντ(ο)-* + πους, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυκνογονίδιο — το, Ν 1. παλαιότερος όρος για το γονίδιο που σχηματίζεται μέσα στο πυκνίδιο 2. στον πληθ. τα πυκνογονίδια (ζωολ. παλαιοντ.) ομοταξία θαλάσσιων αρθροπόδων που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, από την παράκτια ζώνη μέχρ6ι την άβυσσο, δηλαδή μέχρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”